- παλάντζα
- ηβλ. μπαλάντζα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλάντζα η — παλάντζα, η ζυγαριά, πλάστιγγα, ζυγός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
(μ)παλάντζα — η (λ. βενετ.), είδος φορητής ζυγαριάς παλιού τύπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ματζόρε, Λίμνη — (ιταλ. Lago Maggiore, γαλλ. Lac Majeur). Λίμνη (212 τ. χλμ.) της βόρειας Ιταλίας και της Ελβετίας. Βρίσκεται πίσω από την αλπική ζώνη στις περιοχές της Λομβαρδίας και της Πιεμόντε· ονομάζεται επίσης και Βερμπάνο (Verbano). Βρίσκεται σε ύψος 193 μ … Dictionary of Greek
αλαφροπαλάντζα — η 1. παλάντζα που δεν λυγίζει σωστά 2. άνθρωπος αλαφρόμυαλος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + παλάντζα] … Dictionary of Greek
αρτοφόριο — Ιερό λειτουργικό σκεύος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας επάνω στην Αγία Τράπεζα. Κατασκευάζεται από χρυσό ή ασήμι ή από άλλο μέταλλο ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του ναού. Στο α. φυλάσσεται ο άρτος που προορίζεται για τη μετάληψη,… … Dictionary of Greek
μπαλάντζα — και παλάντζα και παλάντσα, η 1. φορητή ζυγαριά παλαιού τύπου με αριθμημένη ράβδο και ένα βαρίδι πάνω στη ράβδο που δείχνει το βάρος 2. ελλειψοειδής μεταλλικός κύλινδρος που χρησιμοποιείται στο θέατρο και περιέχει σειρά φωτοβολίδων με τις οποίες… … Dictionary of Greek
ζυγός — ή, ό 1. άρτιος: Ζυγός αριθμός. 2. διπλός: Τώρα που παντρεύτηκε έγινε ζυγός. 3. επίρρ., ζυγά: Παίζουν μονά ζυγά. 4. «ζυγά ζυγά», δύο δύο: Τα τρυγόνια πάνε ζυγά ζυγά. ο 1. ζυγαριά, παλάντζα, πλάστιγγα, καντάρι: Στα φαρμακεία χρησιμοποιούν ζυγούς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)